δείκτης κ. δείχτης, ο, ουσ. [<μτγν. δείκνυμι], ο δείκτης·
- οι δείκτες του ρολογιού δε γυρίζουν πίσω, βλ. φρ. το ποτάμι (της ιστορίας) δε γυρίζει πίσω, λ. ποτάμι.